- ανυπόμονος
- [анипомонос] εκ. нетерпеливый
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ανυπόμονος — ανυπόμονος, η, ο και ανυπομόνευτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει υπομονή, βιαστικός, ανήσυχος: Ήταν άνθρωπος ανυπόμονος κι αυτό τον ζημίωνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανυπόμονος — η, ο αυτός που δεν έχει υπομονή, που δεν περιμένει κάτι με ηρεμία, βιαστικός, ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπομονή. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό της Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
Димакис, Герман — Игумен Герман Димакис (греч. Γερμανός Δημάκης, Агридио,Аркадия 1912 год Ламия 9 июня 2004 года) греческий священник и видный член Сопротивления, во время Второй мировой войны сражался в рядах ЭЛАС (Народно освободительная армия Греции) и был… … Википедия
ανυπομονώ — ( έω) είμαι ανυπόμονος, ανησυχώ, βιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανυπόμονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Αγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος … Dictionary of Greek
ακαρτέρητος — η, ο (Α ἀκαρτέρητος, ον) [καρτερῶ] 1. αυτός που δεν δείχνει καρτερία, ανυπόμονος 2. πρόθυμος, ζωηρός νεοελλ. απροσδόκητος, αναπάντεχος αρχ. ο ανυπόφορος … Dictionary of Greek
αμαιμάκετος — ἀμαιμάκετος, η, ον και ος, ον (Α) (επική λέξη, σε χρήση και στους λυρικούς) ισχυρός, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, φοβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα… … Dictionary of Greek
καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
κηδόσυνος — κηδόσυνος, ον (Α) αυτός που φροντίζει για κάποιον, ανήσυχος, ανυπόμονος, πρόθυμος για κάποιον («πόδι κηδοσύνῳ παράσειρος», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆδος + επίθημα όσυνος (πρβλ. δουλ όσυνος, χαρμ όσυνος] … Dictionary of Greek
τσιβί — το, Ν (διαλ. τ.) 1. ξύλινο καρφί, ξυλοκάρφι 2. σφήνα, γόμφος 3. φρ. «τού μπήκε το τσιβί» i) αναγκάστηκε, υποχρεώθηκε ii) είναι ανυπόμονος· [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek
υποδυσφορώ — έω, Α [δυσφορῶ] δυσανασχετώ κάπως ή είμαι λίγο ανυπόμονος … Dictionary of Greek